- εθνοφρουρός
- οστρατιώτης που ανήκει στην εθνοφρουρά (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εθνοφρουρός — ο στρατιώτης που ανήκει στην εθνοφρουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889] … Dictionary of Greek